- πλευμονωδης
- πλευμονώδηςπλευμον-ώδης2похожий на легкие, т.е. ноздреватый, пористый
(σπόγγος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σπόγγος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλευμονώδης — ες, Α βλ. πνευμονώδης … Dictionary of Greek
πλευμονώδεσιν — πλευμονώδης like the lungs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονώδης — και πλευμονώδης, ες, Α [πνεύμων/πλεύμων, ονος] αυτός που μοιάζει με τους πνεύμονες, που έχει εμφάνιση πνεύμονα … Dictionary of Greek